- ἐνδυτά
- ἐνδυτόςput onneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνδύτ' — ἐνδύτα , ἐνδύτης garment. masc voc sg ἐνδύτα , ἐνδύτης garment. masc nom sg (epic) ἐνδύται , ἐνδύτης garment. masc nom/voc pl ἐνδύτᾱͅ , ἐνδύτης garment. masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδύτας — ἐνδύτᾱς , ἐνδύτης garment. masc acc pl ἐνδύτᾱς , ἐνδύτης garment. masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδυτός — ή (AM ἐνδυτός, όν) το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνδυτή κάλυμμα τής Αγίας Τραπέζης αρχ. 1. αυτός που χρησιμεύει ως ένδυμα 2. φρ. «ἐνδυτός στέμμασιν» σκεπασμένος με στεφάνια 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδυτόν α) εσθήτα β) το δέρμα («σαρκὸς ἐνδυτά», Βακχυλ.) … Dictionary of Greek